οδαγός

οδαγός
ὁδαγός, ὁ (Μ)
βλ. οδηγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁδαγός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδαγῷ — ὁδαγός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”